- θερμ(ο)-
- α' συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β' συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο)- χρησίμευσε και ως α' συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος, θερμόμετρο, θερμοσίφωνας κ.ά.).Σύνθετα με α' συνθετικό θερμ(ο)-ΣΥΝΘ. θερμοβόλος, θερμοκρασία, θερμοπύλες, θερμοσποδιά, θερμουργός, θερμοφόροςαρχ.θερμηγορώ, θερμοβαφής, θερμόβλυστος, θερμόβουλος, θερμοειδής, θερμοκοίλιος, θερμολούτης, θερμολουτρώ, θερμολουτώ, θερμοφαγία, θερμοφαγώ, θερμοφύλαξ, θερμοφύσησις, θερμοχύτηςαρχ.-μσν.θερμοδότης, θέρμυδρονμσν.θερμήλατος, θερμοπλώ, θερμορρόη, θερμορρύτης, θερμοτραγώνεοελλ.θερμαγωγός, θερμαεροθεραπεία, θερμαισθησία, θερμαισθησιόμετρο, θερμιοντικός, θερμοαεροθεραπεία, θερμόαιμος, θερμοαισθησία, θερμοαισθησιόμετρο, θερμοαναισθησία, θερμοβαρογράφος, θερμογενεσία, θερμογόνος, θερμογράφος, θερμοδοχείο, θερμοδυναμική, θερμοδυναμικός, θερμοηλεκτρισμός, θερμοκάρδιος, θερμοκαυτήρας, θερμοκέφαλος, θερμοκήπιο, θερμοκινητήρας, θερμόλουτρο, θερμομετρία, θερμομετρικός, θερμομετρογράφος, θερμόμετρο, θερμοουδετερότητα, θερμοπαγία, θερμοπαραγωγός, θερμοπαρακαλώ, θερμοπερατός, θερμοπηγή, θερμοπίδακας, θερμοπληξία, θερμοπομπός, θερμορρυθμιστής, θερμοσίφωνας, θερμοσκοπικός, θερμοσκόπιο, θερμοσταθής, θερμοστάτης, θερμοστρωμνή, θερμοσυσσωρευτής, θερμοταξία, θερμοτροπία, θερμοτροπικός, θερμοϋγρογράφος, θερμοϋγροσκόπιο, θερμοφιλία, θερμόφιλος, θερμοφοβία, θερμοχημεία, θερμοχόρταρο, θερμόχορτο, θερμοχώνη, θερμοχωρητικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.